θυμιατηρίοις

θυμιατηρίοις
θῡμιᾱτηρίοις , θυμιατήριον
censer
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυστήριον — θυστήριον, τὸ (Α) [θύω (I)] (κατά τον Ησύχ.) «θυτηρίοις θυμιατηρίοις» …   Dictionary of Greek

  • χερνίβιον — τὸ, Α [χέρνιψ, ιβος] 1. μικρό χέρνιβον*, λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.) 2. ουροδοχείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”